- σβάνωμα
- το, Νβλ. σβάννωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νευρίνωμα — το ιατρ. καλοήθης όγκος τών περιφερειακών νεύρων, συνήθως μεμονωμένος, που εκπορεύεται από τα κύτταρα τού Σβαν, αλλ. σβάνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurinoma < νευρ(ο) * + ίνωμα] … Dictionary of Greek
σβάννωμα — και σβάνωμα, το, Ν ιατρ. το νευρίνωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όν. Γερμανού ανατόμου Theodor Schwan που πρώτος μελέτησε και περιέγραψε το φερώνυμο έλυτρο τών νευρικών ινών] … Dictionary of Greek